Αποτίμηση των τελευταίων 30 χρόνων του Ελληνικού μπάσκετ
Αλλά και μία πρόταση για αναβάθμιση του εγχώριου προϊόντος… Του Βασίλη Ζούμπου
(Δεν είναι επειδή τα πράγματα είναι δύσκολα που δεν προσπαθούμε, αλλά είναι επειδή δεν προσπαθούμε που τα πράγματα είναι δύσκολα.)
Η κληρονομιά του έπους του 1987 και η δεκαετία του 1990
Συμπληρώθηκαν φέτος 31 ολόκληρα χρόνια από το «Big-Bang» του ελληνικού μπάσκετ, τον θρίαμβο του 1987. Συμπληρώνονται επίσης 26 χρόνια από το 1ο επαγγελματικό πρωτάθλημα που διοργάνωσε η ΕΣΑΚΕ για πρώτη φορά την αγωνιστική χρονιά 1992-1993.
Όποιος θυμάται τα χρόνια μετά το ’87, σίγουρα θα θυμάται την μπασκετομανία που είχε κατακλύσει όλη τη χώρα. Το έπος του Ευρωμπάσκετ είχε καταλάβει το φαντασιακό όλης της χώρας και μικροί και μεγάλοι άρχισαν να ασχολούνται με ένα άθλημα, το οποίο προηγουμένως είχε πολύ χαμηλή δημοτικότητα. Μέσα σε λίγα χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το μπάσκετ είχε ξεπεράσει σε δημοφιλία το ποδόσφαιρο και όλοι ασχολούνταν με τις μεγάλες ομάδες και τους μεγάλους παίκτες εκείνης της εποχής.
Η δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα ήταν η καλύτερη δεκαετία του ελληνικού μπάσκετ. Η χώρα μας είχε το δυνατότερο και το πιο συναρπαστικό εθνικό πρωτάθλημα της Ευρώπης, επειδή είχε πολλές και πολύ δυνατές και ανταγωνιστικές ομάδες. Ο πρωταθλητής δεν ήταν προδιαγεγραμμένος και τα περισσότερα παιχνίδια ήταν αμφίρροπα. Ο πρώτος και ο δεύτερος της βαθμολογίας δεν τελείωναν την κανονική περίοδο όπως τώρα με ρεκόρ νικών-ηττών 25-1 ή 24-2. Πέραν των τεσσάρων μεγάλων (Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ, Άρης), υπήρχαν ομάδες που κανείς δεν είχε την πολυτέλεια να υποτιμήσει, όπως ο Πανιώνιος, η ΑΕΚ, ο Ηρακλής και το Περιστέρι, αλλά και μικρότερες αξιόλογες ομάδες όπως το Παγκράτι και η Δάφνη.
Όσοι θυμόμαστε εκείνη την εποχή, είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε τις υπερομάδες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού να γράφουν ιστορία στην Ευρώπη, με τον Ζάρκο Πάσπαλιε, τον Γουόλτερ Μπέρι, τον Ρόι Τάρπλει, τον Ντράγκαν Τάρλατς, τον Έντι Τζόνσον, τον Ρίβερς, τον Σιγάλα, τον Φασούλα και τόσους άλλους στον Ολυμπιακό, και τον Ντομινίκ Γουίλκινς, τον Στόγιαν Βράνκοβιτς, τον Μπάιρον Σκοτ, τον Κόμαζετς, τον Βολκόφ, τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Σοκ, τον Κούουσμα, τον Μποντίρογκα, τον Ράτζα, τον Αλβέρτη, τον Μηριούνη, τον Οικονόμου και τόσους άλλους στον Παναθηναϊκό.
Θυμόμαστε τη μεγάλη ομάδα του ΠΑΟΚ της δεκαετίας του 1990 που μεγαλούργησε στην Ευρώπη, με τον Τζον Κόρφα, τον Μπάνε Πρέλιεβιτς, τον Μπάρλοου, τον Φασούλα και τον Λίβινγκστον και λίγο αργότερα με τον Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς και τον Σκοτ Σκάιλς, που έφτασε μέχρι το Φάιναλ Φορ του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1993 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, το 1994 κέρδισε το Κόρατς και το 1996 έφτασε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου. Αλλά και την μεγάλη ομάδα του Άρη με τον Γιαννάκη και τον Τάρπλει, που κέρδισε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο σε εκείνον τον κολασμένο τελικό του Τορίνο το 1993.
Επίσης, την πολύ ισχυρή ομάδα του Πανιωνίου με τον Φάνη, τον Γιαννάκη, τον Τέρνερ, τον Μπράουν, τον Στόουκς, και τον Ηρακλή του Ίνγκραμ και του Ζντόβτς, το Περιστέρι του Κορωνιού και του Όντι Νόρις και ένα σωρό άλλες ομάδες που πρωταγωνίστησαν άλλες για περισσότερο και άλλες για λιγότερο στην Α1, τη δεκαετία του ’90.
Σε εκείνη την εποχή, στον θρίαμβο του ‘87 και την ακόλουθη έκρηξη του μπάσκετ τη δεκαετία του 1990, χρωστάει το μπάσκετ τη γέννηση και την άνθηση όλων των εγχώριων ταλέντων που άνθησαν τις επόμενες δύο δεκαετίες. Ο Σπανούλης (γεν. 1982), ο Διαμαντίδης (γεν. 1980), ο Παπαλουκάς (γεν. 1977), ο Ζήσης (γεν. 1983), ο Φώτσης (γεν. 1981), ο Λ. Παπαδόπουλος (γεν. 1980), αλλά και ο Μπουρούσης (γεν. 1983) και ο Πρίντεζης (γεν. 1985), καθώς και όλα τα παιδιά που πρωταγωνίστησαν τα τελευταία 15 χρόνια με τους συλλόγους τους και την εθνική ομάδα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και θεωρούνται παίκτες-πρωταγωνιστές της Ευρωλίγκας, αγάπησαν, ερωτεύτηκαν και ακολούθησαν το μπάσκετ μεγαλώνοντας στη δεκαετία του 1990, συνεπαρμένοι από τις μεγάλες ομάδες και τους μεγάλους παίκτες εκείνης της εποχής.
Η δημοφιλία του αθλήματος στην μετά το ’87 εποχή, είχε ένα απτό αποτέλεσμα. Σε όλη τη χώρα, σε κάθε μικρή και μεγάλη πόλη, ακόμα και στα χωριά, ξεφύτρωναν γήπεδα μπάσκετ στα οποία τα μικρά παιδιά έπαιζαν καθημερινά μπάσκετ, προσπαθώντας να μιμηθούν τους πρωταγωνιστές των ομάδων τους, Έλληνες και ξένους. Πολλοί άνθρωποι έβαζαν μπασκέτες στις αυλές τους ή στους χώρους στάθμευσης στις πολυκατοικίες τους, για να παίζουν τα παιδιά τους μπάσκετ με τους φίλους τους.
Η τοπική αυτοδιοίκηση 1ου και 2ου βαθμού αλλά και η συντεταγμένη πολιτεία έπαιξαν κομβικό ρόλο στην καλλιέργεια της αγάπης του κόσμου για το μπάσκετ, εκείνη την εποχή. Ήταν εκείνοι που δαπάνησαν χρήματα για να κατασκευάσουν νέα και να συντηρήσουν τα παλιά (ανοιχτά και κλειστά) γήπεδα μπάσκετ, ανταποκρινόμενοι βεβαίως στη λαϊκή απαίτηση, στην αγάπη και τη δίψα των νέων να παίξουν μπάσκετ.
Η παρουσία της Ελλάδας στην διεθνή μπασκετική σκηνή
Δεν υπάρχει άλλο άθλημα στο οποίο η παρουσία της Ελλάδας σε επίπεδο συλλόγων και εθνικής ομάδας είναι τόσο έντονη, τόσο διαχρονική, τόσο διεθνής και τόσο επιτυχημένη, όσο το μπάσκετ. Το μπάσκετ είναι το εθνικό μας άθλημα. Η Ελλάδα, μια μικρή σε μέγεθος χώρα μόλις 10 εκατομμυρίων ανθρώπων, σε έναν τεράστιο κόσμο με συνολικό πληθυσμό 7,5 δισεκατομμύρια, πρωταγωνιστεί στο Ευρωπαϊκό και το Παγκόσμιο στερέωμα του μπάσκετ για 30 και πλέον χρόνια, και βρίσκεται διαρκώς μέσα στις πρώτες 10-12 θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης της FIBA. Αν δει κανείς την μεγάλη εικόνα και προσπεράσει κάποιες μικρές περιόδους κάμψης, είναι ξεκάθαρο πως οι διακρίσεις και οι επιτυχίες τα τελευταία 30 χρόνια είναι σταθερές και σε επίπεδο συλλόγων (σε όλες τις διοργανώσεις) και σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
Το υψηλότατο επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ και της τεχνογνωσίας που προαπαιτείται, αποδεικνύεται με μια απλή σύγκριση. Αν συγκρίνουμε την παγκόσμια κατάταξη της Ελλάδας των 10 εκατομμυρίων στην FIBA με την κατάταξη των 10 μεγαλύτερων σε πληθυσμό χωρών του κόσμου και ταυτόχρονα συγκρίνουμε και το επίπεδο των εθνικών τους πρωταθλημάτων.
1. Κίνα – Πληθυσμός 1,394 δις – Κατάταξη FIBA 29η – Εθνικό πρωτάθλημα: τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες για το ανέβασμα του επιπέδου του με τη μεταφορά τεχνογνωσίας από Ευρώπη και Αμερική, αλλά το επίπεδο παραμένει χαμηλό και έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα.
- Ινδία – Πληθυσμός 1,337 δις – Κατάταξη FIBA 65η – Εθνικό πρωτάθλημα: χωρίς καμία αξία για τη διεθνή εξέλιξη του αθλήματος. Πρώτη φορά ιδρύθηκε επαγγελματική λίγκα το 2015, η οποία αποτελείται από μόλις 8 ομάδες σε μια αχανή γεωγραφικά χώρα, οι οποίες παίζουν ελάχιστα παιχνίδια μεταξύ τους.
- ΗΠΑ – Πληθυσμός 327 εκατ. – Κατάταξη 1η – Πρωτάθλημα: Το καλύτερο στον κόσμο, εκτός συναγωνισμού μιας και πρόκειται για τη χώρα που εφηύρε το άθλημα.
- Ινδονησία – Πληθυσμός 265 εκατ. – Κατάταξη 97η – Εθνικό πρωτάθλημα: χωρίς καμία αξία για τη διεθνή εξέλιξη του αθλήματος.
5. Βραζιλία – Πληθυσμός 209 εκατ. – Κατάταξη 11η – Εθνικό πρωτάθλημα: Ιδρύθηκε για πρώτη φορά επαγγελματικό πρωτάθλημα μόλις το 2009, στο οποίο τώρα συμμετέχουν 15 ομάδες. Γίνονται προσπάθειες για την βελτίωση της οργάνωσης και του επιπέδου του πρωταθλήματος, μετά από χρόνια προβλήματα.
- Πακιστάν – Πληθυσμός 202 εκατ. – Κατάταξη: Δεν κατατάσσεται καθόλου ανάμεσα σε 159 χώρες στην επίσημη ιστοσελίδα της ΦΙΜΠΑ.
-
Νιγηρία – Πληθυσμός 193 εκατ. – Κατάταξη 32η – Εθνικό πρωτάθλημα: χωρίς καμία αξία για τη διεθνή εξέλιξη του αθλήματος.
8. Μπαγκλαντές – Πληθυσμός 165 εκατ. – Κατάταξη 142η – Εθνικό πρωτάθλημα: χωρίς καμία αξία για τη διεθνή εξέλιξη του αθλήματος.
- Ρωσία – Πληθυσμός 146 εκατ. – Κατάταξη 12η – Εθνικό πρωτάθλημα: Επανασύστησαν την σοβιετική λίγκα ώστε να δημιουργήσουν ένα στοιχειωδώς ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, καθώς συνειδητοποίησαν ότι το εθνικό ρωσικό πρωτάθλημα από μόνο του δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα ποιοτικό σύνολο.
-
Ιαπωνία – Πληθυσμός 126 εκατ. – Κατάταξη 49η – Εθνικό πρωτάθλημα: χωρίς καμία αξία για τη διεθνή εξέλιξη του αθλήματος.
Είναι προφανές και χωρίς τα παραπάνω παραδείγματα, πόσο μεγάλο επίτευγμα είναι για μια χώρα όπως η δική μας να κατέχει το 2018 την 9η θέση στην παγκόσμια κατάταξη της FIBA και να έχει συσσωρεύσει τις τελευταίες 3 δεκαετίες τόσο μεγάλη τεχνογνωσία πάνω σε ένα συγκεκριμένο άθλημα. Αποτέλεσμα αυτού να πρωταγωνιστεί για 30 και πλέον χρόνια στην διεθνή σκηνή, είτε σε επίπεδο συλλόγων, είτε σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
Προφανώς η ανάπτυξη του αθλητισμού σε μια χώρα πηγαίνει χέρι χέρι με την γενικότερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας αυτής. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει να έχουν αναπτύξει τον αθλητισμό τους χώρες που δεν έχουν λύσει πολύ σημαντικότερα προβλήματα επιβίωσης του πληθυσμού τους. Όμως, υπάρχουν πάρα πολλές ανεπτυγμένες χώρες οι οποίες λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, έχουν ελάχιστα αναπτύξει το μπάσκετ.
Η συλλογική τεχνογνωσία και η ανάπτυξή της
«Only institutions that preserve the collective experience can mature»
«Μόνο οργανισμοί που διατηρούν τη συλλογική τους εμπειρία μπορούν να ωριμάσουν»
Νομίζω πως ήταν ο Γιώργος Σεφέρης που αναρωτιόταν αποθεώνοντας τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή: πόσοι ποιητές πρέπει να περάσουν για να γεννηθεί σε μια χώρα ένας Καβάφης; Ο Σεφέρης προφανώς αναφερόταν στην συλλογική προσπάθεια και την συλλογική διαδικασία αιώνων μέσα από την οποία πρέπει να περάσει μια κοινωνία, ένας λαός, για να μπορέσει να φτάσει σε τέτοιο πολιτισμικό επίπεδο, ώστε να γεννηθεί μέσα από τα σπλάχνα του, ένας παγκόσμιος ποιητής, όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει όσον αφορά τη συλλογική διάσωση, καλλιέργεια, ανάπτυξη και εξέλιξη της τεχνογνωσίας σε οποιοδήποτε τομέα. Το ίδιο ισχύει και στο μπάσκετ.
Απόδειξη και υπόδειγμα μιας τέτοιας προσπάθειας και μιας συλλογικής ανάπτυξης της τεχνογνωσίας στο μπάσκετ αποτελεί η Σερβία. Μια χώρα με πληθυσμό μικρότερο της Ελλάδας, μόλις 7 εκατ., η οποία διδάσκει μπάσκετ σε όλη την Ευρώπη εδώ και μισό αιώνα και έχει δώσει κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα σε όλο τον κόσμο σε παίχτες και προπονητές.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχει συσσωρευτεί στην Ελλάδα μια τεχνογνωσία στο μπάσκετ, παρόμοια της οποίας δεν υπάρχει σε κανένα άλλο άθλημα στη χώρα μας. Όλοι όσοι αγαπάμε αυτό το άθλημα, πρέπει να αισθανόμαστε πολύ τυχεροί για τη διαδρομή που έχει διανύσει και για το υψηλό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή. Η διαδρομή αυτή προφανώς δεν διανύθηκε χωρίς αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, κάτι αναμενόμενο σε μια διαδικασία ιστορικής εξέλιξης.
Η μεγαλύτερη απόδειξη της συσσώρευσης μιας πολύ υψηλού επιπέδου τεχνογνωσίας στο ελληνικό μπάσκετ είναι η εμπιστοσύνη που δείχνουν σε μια σειρά από Έλληνες προπονητές στο εξωτερικό, ομάδες μεγαθήρια και πρωταγωνιστές της Ευρωλίγκας, όπως η ΤΣΣΚΑ Μόσχας στον Δημήτρη Ιτούδη και η Χίμκι στον Γιώργο Μπαρτζώκα, αλλά και άλλες πολύ καλές ομάδες που πρωταγωνιστούν στα εθνικά τους πρωταθλήματα και στις άλλες ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Basketball Champions League και Eurocup, όπως ο Δημήτρης Πρίφτης στην Ούνικς Καζάν, ο Στέφανος Δέδας στην Γκαζιαντέπ, ο Ηλίας Ζούρος στην Εθνική Γεωργίας και άλλοι. Αποκορύφωμα αποτελεί προφανώς ο Φώτης Κατσικάρης, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια το κορυφαίο εθνικό πρωτάθλημα της Ευρώπης, την ισπανική ACB, φέτος θα κάτσει για πρώτη φορά σε πάγκο ομάδας του NBA, στους Utah Jazz.
Αυτό αποδεικνύει μια πολύ σημαντική ιστορική εξέλιξη: ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί, εν μέρει τουλάχιστον, σε χώρα εξαγωγής μπασκετικής τεχνογνωσίας, κάτι που ήταν αδιανόητο πριν από 26 χρόνια, όταν εγκαινιάζονταν το 1ο επαγγελματικό πρωτάθλημα της ΕΣΑΚΕ τον Σεπτέμβριο του 1992. Τη δεκαετία του 1990, κάναμε εισαγωγή τεχνογνωσίας και μάθαμε βήμα-βήμα τα μυστικά του μπάσκετ από τους Γιουγκοσλάβους παίκτες και προπονητές και από τους Αμερικανούς παίκτες που έπαιξαν στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Το αντίθετο μάλιστα. Το μπάσκετ, όπως και κάθε άθλημα, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχώς εξελίσσεται ενσωματώνοντας νέα ρεύματα και νέους τρόπους παιχνιδιού και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Χρειάζεται μεγάλη συλλογική προσπάθεια για να μπορεί ένα πρωτάθλημα και όσοι ασχολούνται γενικότερα με το άθλημα, να παρακολουθούν, να ενσωματώνουν και γιατί όχι και να συνδιαμορφώνουν αυτές τις τάσεις σε διεθνές επίπεδο.
Οι απαιτήσεις και η τεχνογνωσία στο μπάσκετ στην Ελλάδα έχουν φτάσει σε τόσο υψηλό σημείο, που ένας Έλληνας προπονητής, ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, ανεξάρτητα από την εικόνα που παρουσίαζε η ομάδα του, κατάφερε να βγάλει την ομάδα του 3η στην κανονική περίοδο της Ευρωλίγκας για δύο συνεχόμενες σεζόν, και όμως θεωρήθηκε πως δεν πέτυχε τους στόχους της ομάδας του.
Η πρόταση για ένα νέο Επαγγελματικό Πρωτάθλημα
Πολλοί άνθρωποι που αγαπούν το μπάσκετ και θέλουν να το δουν να προοδεύει εντός και εκτός συνόρων, έχουν καταθέσει κατά καιρούς διάφορες προτάσεις για την ανάπτυξή του.
Μια πολύ σημαντική παράμετρος σε κάθε πρωτάθλημα στην οποία δεν δίνεται η πρέπουσα βαρύτητα και η οποία βοηθάει ή καταστρέφει ένα πρωτάθλημα, είναι το μέγεθος του πρωταθλήματος, δηλαδή ο αριθμός των ομάδων που συμμετέχει σε αυτό.
Το μέγεθος του πρωταθλήματος της Ευρωλίγκας
Η σημαντικότερη αλλαγή στο νέο format της Ευρωλίγκας είναι το γεγονός ότι περιόρισε τον αριθμό των ομάδων από 24 σε 16. Αυτή η φαινομενικά μικρή αλλαγή, έδωσε τη δυνατότητα στην Ευρωλίγκα να καταργήσει τη διαδικασία των ομίλων και του τοπ-16 και να διοργανώσει επιτέλους ένα κανονικό πρωτάθλημα, όπου όλοι θα παίζουν με όλους από 2 φορές, στην κανονική περίοδο. Αυτό δεν ήταν δυνατό να συμβεί με τις 24 ομάδες του προηγούμενου format, καθώς ο αριθμός των αγώνων που θα προέκυπτε (46 αγώνες) ήταν απαγορευτικός και απλά δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μέσα σε μία σεζόν.
Ταυτόχρονα, η μείωση του αριθμού των ομάδων ξεσκαρτάρισε τις πιο αδύναμες ομάδες από τη διοργάνωση και δημιούργησε ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα. Ο αριθμός των παιχνιδιών μειώθηκε και η ποιότητά τους αυξήθηκε κατακόρυφα. Ως αποτέλεσμα, τα περισσότερα παιχνίδια της κανονικής περιόδου είναι πολύ υψηλού μπασκετικού επιπέδου, είναι αμφίρροπα με συναρπαστική εξέλιξη, σε αντίθεση με το προηγούμενο format, στο οποίο οι δυνατές ομάδες τελείωναν πολλές φορές την πρώτη φάση αήττητες ή με μια-δυο ήττες, έχοντας επικρατήσει σε πολλά αδιάφορα παιχνίδια με μεγάλη διαφορά ενάντια σε αντιπάλους με τους οποίους τους χώριζε μεγάλη διαφορά δυναμικότητας.
Πιθανότατα, λίγες καλές ομάδες να μην έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στο νέο format, αλλά τα πλεονεκτήματα είναι ξεκάθαρο πως είναι πολύ περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Εκείνο που είναι πλέον κατανοητό σε όλους είναι πως με το νέο format, η Ευρωλίγκα αποτελεί αυτή τη στιγμή το δεύτερο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, μετά το NBA.
Με αυτή την τοποθέτηση δεν παίρνω θέση στην κόντρα Φίμπα-Ευρωλίγκας. Το ίδιο format θα μπορούσε να έχει υιοθετήσει η Φίμπα πριν από 20 χρόνια, όταν είχε στα χέρια της το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, και να έχει εκτοξεύσει το επίπεδο του ευρωπαϊκού μπάσκετ και μαζί του και τη δημοτικότητα και την αγάπη του κόσμου για το άθλημα.
Τη σημερινή εποχή όμως, την αλλαγή του format της Ευρωλίγκας έχει βοηθήσει αφάνταστα και η ραγδαία εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας. Οι νέες τεχνολογίες έχουν καταστήσει δυνατή την ποιοτική HD τηλεοπτική παρακολούθηση όλων των αγώνων του πρωταθλήματος, ενώ τα real-time στατιστικά αλλά και τα advanced statistics, προσθέτουν μια άλλη διάσταση και κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την παρακολούθηση της εξέλιξης των αγώνων αλλά και του συνόλου της Ευρωλίγκας μέσα στη χρονιά, για τους λάτρεις του αθλήματος.
Το μέγεθος του πρωταθλήματος του NBA και άλλων διεθνών πρωταθλημάτων
Το ίδιο ισχύει για το μέγεθος του πρωταθλήματος του NBA. Οι ΗΠΑ, μια χώρα με πληθυσμό 330 εκατ. ανθρώπους και έκταση όσο όλη η Ευρώπη μαζί, έχει ένα πρωτάθλημα με 30 ομάδες. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί δεν έχει πρωτάθλημα με 40 ή 50 ομάδες; Διότι ένα τέτοιο πρωτάθλημα θα ήταν μη ανταγωνιστικό, θα ήταν πλαδαρό, θα ήταν ξεχειλωμένο και η δυναμικότητα των πιο ισχυρών ομάδων σε σχέση με τις πιο αδύναμες θα ήταν ακόμα πιο χαοτική από ότι είναι τώρα. Διότι ακόμα και τώρα που το NBA έχει 30 ομάδες, σε κάποιες περιπτώσεις η απόσταση που χωρίζει τις ομάδες που διεκδικούν τον τίτλο με τους ουραγούς της κάθε Περιφέρειας, είναι ήδη αρκετά μεγάλη.
Η αχανής Κίνα με τον τεράστιο πληθυσμό των 1,4 δις ανθρώπων, πασχίζει να δημιουργήσει ένα ποιοτικό επαγγελματικό πρωτάθλημα από το 1995-96. Το πρωτάθλημα της (CBA) έχει αυτή τη στιγμή 20 ομάδες και η προσπάθεια ανάπτυξης του επιπέδου του μπάσκετ στην χώρα γίνεται με την εισαγωγή/εξαγορά τεχνογνωσίας από παίκτες και προπονητές από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Υπάρχει πλαφόν 2 ξένων παικτών σε κάθε ομάδα, ώστε η τεχνογνωσία να μπορέσει να μεταφερθεί στους γηγενείς παίκτες και να τους δίνεται η ευκαιρία να αγωνίζονται στο πρωτάθλημά τους.
Η αχανής γεωγραφικά Βραζιλία με τον πληθυσμό των 209 εκατ. ανθρώπων και της 11ης θέσης στην παγκόσμια κατάταξη της FIBA, έχει μόλις 15 ομάδες στο επαγγελματικό της πρωτάθλημα, το οποίο ιδρύθηκε μόλις το 2009 και μετά από κάποια οργανωτικά προβλήματα, προσπαθεί να βελτιωθεί χρόνο με το χρόνο.
Το μέγεθος του ισπανικού πρωταθλήματος της ACB
Η Ισπανία, μια χώρα με πληθυσμό 47 εκατομμυρίων ανθρώπων, έχει ομολογουμένως το δυνατότερο, το καλύτερο εθνικό πρωτάθλημα της Ευρώπης. Σε αυτό συμμετέχουν 18 ομάδες. Όχι 20, όχι 22 ή 24 ομάδες, αλλά 18. Τον Απρίλιο δε του 2018, βγήκαν δημοσιεύματα που έλεγαν πως υπάρχουν σκέψεις για μείωση των ομάδων του πρωταθλήματος από 18 σε 16.
Πρόκειται για την χωρίς αμφισβήτηση ισχυρότερη χώρα μετά τις ΗΠΑ στο παγκόσμιο μπάσκετ, τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια. Αυτή η παντοδυναμία της Ισπανίας, φαίνεται πως θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμα καθώς η παραγωγή ταλαντούχων παικτών μέσα από τις ομάδες που συμμετέχουν στο ισχυρότατο ισπανικό πρωτάθλημα σε συνδυασμό με την συντεταγμένη προσπάθεια της Ισπανικής Ομοσπονδίας Μπάσκετ, φαίνεται πως αποδίδει πολύτιμους καρπούς.
Το πρωτάθλημα της Basket League
Το ελληνικό πρωτάθλημα με τις 14 ομάδες που συμμετέχουν, είναι μη ανταγωνιστικό. Οι 14 ομάδες που συμμετέχον είναι πάρα πολλές για μια χώρα με το μέγεθος της Ελλάδας. Η διαφορά δυναμικότητας μεταξύ των δύο μεγάλων, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, και όλων των υπολοίπων είναι πολύ μεγάλη, με εξαίρεση την ΑΕΚ, αλλά το εγχείρημά της είναι πολύ πρόσφατο για να μπορεί να κριθεί. Αυτή η απόσταση δυναμικότητας δημιουργεί ένα αδιάφορο και πλαδαρό πρωτάθλημα με πολλούς μέτριους, κακούς και αδιάφορους αγώνες, τους οποίους κανείς δεν ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει, πολλές φορές ούτε οι φίλαθλοι της ίδιας της ομάδας που αγωνίζεται εντός έδρας.
Η δημιουργία ενός ισχυρού και ανταγωνιστικού πρωταθλήματος μόνο οφέλη μπορεί να φέρει και στους ισχυρούς και στους μεσαίας δυναμικότητας και στους αδύναμους του πρωταθλήματος. Κυρίως μπορεί να αναστήσει το ενδιαφέρον του κόσμου για το άθλημα και την εξέλιξη του πρωταθλήματος και ως αποτέλεσμα να φέρει οικονομικά οφέλη σε όλες τις ομάδες, αναλογικά με τη δύναμή τους.
Μπορεί να δυσαρεστήσει εκείνους τους οπαδούς που θέλουν η ομάδα τους να τελειώνει την κανονική περίοδο του πρωταθλήματος αήττητη, αλλά μια απλή ματιά στο ισχυρότερο και πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα της Ευρώπης, το ισπανικό δείχνει πολλά. Σε σύνολο 18 ομάδων και 34 αγωνιστικών, η πρώτη στην κανονική περίοδο Ρεάλ Μαδρίτης τελείωσε με ρεκόρ 30-4, η 2η Μπασκόνια με 25-9, η 3η Μπαρτσελόνα με 24-10 και η 4η Βαλένθια με 22-12, ενώ πολλές από αυτές τις νίκες κρίθηκαν στο τελευταίο καλάθι.
Αυτός είναι ο λόγος που η ACB θεωρείται η καλύτερη λίγκα της Ευρώπης και αποτελεί πόλο έλξης για τους καλύτερους Αμερικανούς και Ευρωπαίους παίκτες και για το πιο αξιόλογο τεχνικό προσωπικό. Γι’ αυτό έχουν στην ACB στραμμένη την προσοχή τους και οι ομάδες του NBA, επειδή η καλή απόδοση σε αυτό το πρωτάθλημα αποτελεί την αγωνιστική απόδειξη πως ένας παίκτης έχει τη δυνατότητα να μεταπηδήσει την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Αν κάποιος παίκτης έχει πρόταση με περίπου τα ίδια χρήματα από οποιοδήποτε πρωτάθλημα στην Ευρώπη και από την ACB, τότε χωρίς δεύτερη σκέψη ο παίκτης αυτός διαλέγει την Ισπανία, σκεπτόμενος προφανώς και το παρόν του αλλά και το μέλλον του.
Αυτό που λείπει από τον σύγχρονο φίλαθλο, ο οποίος έχει τη δυνατότητα με ένα κλικ από την τηλεόραση ή τον υπολογιστή του, να παρακολουθήσει αγώνες του NBA ή της Ευρωλίγκας σε HD, δεν είναι η ποσότητα των παιχνιδιών αλλά η ποιότητά τους.
Η πρόταση για την αναβάθμιση της Basket League
Ο μόνος τρόπος να αυξηθεί κατακόρυφα η ποιότητα της Basket League είναι μια σειρά από αλλαγές, οι οποίες θα καταφέρουν να αυξήσουν κατακόρυφα την ποιότητα των αγώνων του εγχώριου πρωταθλήματος.
Η πρώτη αλλαγή πρέπει να είναι η μείωση των ομάδων της Basket League από 14 σε 10 και η ταυτόχρονη αλλαγή της κανονικής περιόδου από 2 γύρους σε 4 γύρους. Δηλαδή, 10 ομάδες οι οποίες παίζουν μεταξύ τους από 4 φορές – 2 εντός και 2 εκτός έδρας – κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου. Αυτό χρονικά είναι εφικτό, καθώς ένα τέτοιο format θα είχε ως αποτέλεσμα 36 αγωνιστικές σε κάθε κανονική περίοδο, δηλαδή 36 αγώνες για την κάθε ομάδα. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, το καλύτερο εθνικό πρωτάθλημα της Ευρώπης, η ισπανική ACB, έχει 18 ομάδες και 2 γύρους, δηλαδή έχει 34 αγωνιστικές σε κάθε κανονική περίοδο.
Αν κάποιος αναρωτιέται αν είναι πολλές οι 4 αναμετρήσεις μεταξύ δύο ομάδων μέσα στην ίδια χρονιά, ας αναλογιστεί το παρακάτω: εξέφρασε ποτέ κανείς δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι οι Golden State Warriors, οι Los Angeles Lakers και οι Los Angeles Clippers, κονταροχτυπιούνται από 4 φορές το χρόνο μεταξύ τους επειδή τυγχάνει να βρίσκονται στον ίδιο Όμιλο της Δυτικής Περιφέρειας, την Pacific Division; Εξέφρασε ποτέ κανείς δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι οι Bucks του Γιάννη Αντετοκούνμπο, κονταροχτυπιούνταν 4 φορές το χρόνο με τους Cavaliers του Lebron James, επειδή τυγχάνει να βρίσκονται στον ίδιο Όμιλο της Ανατολικής Περιφέρειας, την Central Division; Όχι βέβαια. Αντιθέτως, οι φίλαθλοι αυτών των ομάδων με μεγάλη τους ευχαρίστηση έβλεπαν και συνεχίζουν να βλέπουν τις σπουδαίες ομάδες τους να παίζουν όσες περισσότερες φορές είναι δυνατόν.
Για να γυρίσουμε στα δικά μας, όταν έχεις στη διάθεσή σου 2 από τις 5 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης των τελευταίων 25 ετών, τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, το καλύτερο και για τους φιλάθλους και για τα έσοδα των ομάδων από τα εισιτήρια, τις διαφημίσεις και τα τηλεοπτικά δικαιώματα, είναι να τους βάλεις να παίξουν παραπάνω από 2 φορές. Όχι τόσες, ώστε να καταστεί η μονομαχία κοινότυπη και αναμενόμενη. Αλλά σίγουρα όσοι αγαπούν το μπάσκετ θα ήθελαν να δουν τις δύο μεγάλες ομάδες, αλλά και όλες τις άλλες ιστορικές ομάδες της Ελλάδας, τον ΠΑΟΚ, τον Άρη, την ΑΕΚ, τον Πανιώνιο να παίζουν 4 φορές αναμεταξύ τους αντί για 2 κάθε χρονιά.
Ένα σφιχτοδεμένο, ανταγωνιστικό και συναρπαστικό πρωτάθλημα 10 ισχυρών ομάδων αντί για ένα πλαδαρό 14 ομάδων με τεράστια διαφορά δυναμικότητας μεταξύ τους, θα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Η ποιότητα του μπάσκετ που θα παίζεται στα περισσότερα παιχνίδια θα είναι κατά πολύ ανώτερη του σημερινού και θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης για ποιοτικούς παίκτες και τεχνικούς από όλη την Ευρώπη αλλά και τις ΗΠΑ.
Φανταστείτε λοιπόν ένα πρωτάθλημα με τις 7 ιστορικές ομάδες του ελληνικού μπάσκετ, τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ, τον Άρη, την ΑΕΚ, τον Πανιώνιο και τον Ηρακλή, να συμπληρώνονται από άλλες επαρχιακές ομάδες με ισχυρή διοίκηση και πρόθεση για μακροχρόνια παρουσία σε υψηλό επίπεδο, όπως το Ρέθυμνο και ο Προμηθέας Πάτρας.
Ένα τέτοιο πρωτάθλημα θα είχε ως αποτέλεσμα να αυξήσει τα έσοδα όλων των ομάδων από την αυξημένη προσέλευση του κόσμου στα γήπεδα και από τα αυξημένα εμπορικά και τηλεοπτικά δικαιώματα. Φανταστείτε αυτές τις ομάδες να είναι ισχυρές και ανταγωνιστικές και να διαχειρίζονται συλλογικά και να μοιράζονται αξιοκρατικά, αναλογικά με την τελική τους κατάταξη, τα εμπορικά έσοδα του πρωταθλήματος. Αυτό θα βοηθούσε στην οικονομική επιβίωση των ομάδων και θα σταματούσε την οικονομική τους αιμορραγία, που είναι καθεστώς στη σημερινή βαλτωμένη κατάσταση.
Ένα τέτοιο ανταγωνιστικό και συναρπαστικό πρωτάθλημα μπορεί με τη νέα ψηφιακή τεχνολογία να προβληθεί και να εμπορευτεί το προϊόν του και εκτός συνόρων, στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και σε άλλες ηπείρους, μέσω μιας πλατφόρμας παρόμοιας με το Euroleague TV, στην οποία θα μπορούσε κανείς να γίνει συνδρομητής από οποιαδήποτε μεριά του πλανήτη. Έτσι αυξάνεις το κοινό προς το οποίο απευθύνεται το πρωτάθλημα αυτό κατά πολλά εκατομμύρια, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω τα έσοδα των ομάδων. Βεβαίως, σε μια τέτοια αλλαγή θα ήταν επιβεβλημένη και η ποιοτική τηλεοπτική κάλυψη επιπέδου Ευρωλίγκας και όχι δεκαετίας ’80, όπως βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στη σωρεία των βαρετών και κακής ποιότητας παιχνιδιών της τωρινής Basket League.
Στον αριθμό των 10 ομάδων, για να προστατεύονται οι ιστορικότερες και δημοφιλέστερες ομάδες του πρωταθλήματος, θα ήταν λογικό να υποβιβάζεται και να προβιβάζεται αντίστοιχα από και προς την Α2 κατηγορία, μία (1) μόνο ομάδα και όχι δύο (2). Αυτό θα δημιουργούσε μια έξτρα ασφάλεια στις περισσότερες ομάδες, θα τους έδινε τη δυνατότητα να σχεδιάσουν το μέλλον τους μεσο-μακροπρόθεσμα, ενώ την ίδια στιγμή θα διατηρούσε και τον αξιοκρατικό δίαυλο «επικοινωνίας» με τα υπόλοιπα χαμηλότερα πρωταθλήματα. Έτσι θα εξέλειπε και το φαινόμενο των ομάδων-διαττόντων αστέρων, οι οποίες ανεβαίνουν κατηγορίες και αφού φτάνουν στην Α1 καταρρέουν μετά τον πρώτο ή δεύτερο χρόνο.
Η λίγκα που προτείνεται δεν θα είναι κλειστή τύπου NBA, αφού θα υπάρχει υποβιβασμός και προβιβασμός μίας ομάδας κάθε χρόνο. Το γεγονός όμως ότι οι 9 ομάδες θα γνωρίζουν ότι μόνο ο τελευταίος της κανονικής περιόδου υποβιβάζεται, θα προσδίδει μια μεσο-μακροπρόθεσμη σιγουριά στις διοικήσεις των ομάδων και στην οικονομική τους διαχείριση.
Η παραγωγική και αναπτυξιακή διαδικασία παικτών και η εξέλιξη της συλλογικής τεχνογνωσίας
Μια πολύ κρίσιμη αλλαγή η οποία θα μπορούσε να εκτινάξει το ελληνικό μπάσκετ και την παραγωγή και εξέλιξη ταλέντων σε μια τέτοια ανταγωνιστική λίγκα, θα ήταν η μείωση του αριθμού των ξένων παικτών από 6 ανά ομάδα, σε 5. Αυτό θα έδινε περισσότερο χρόνο συμμετοχής και πολύ περισσότερες ευκαιρίες εξέλιξης σε πολλά νέα ταλαντούχα παιδιά, τα οποία τώρα χάνονται στην 12η, 13η και 14η θέση του ρόστερ των ομάδων τους, και χάνουν κάποια από τα πιο πολύτιμα χρόνια για την εξέλιξη ενός αθλητή με αποτέλεσμα να μην εκπληρώνουν ποτέ το σύνολο των δυνατοτήτων τους.
Η μεταφορά τεχνογνωσίας από χώρα σε χώρα ή από οργανισμό σε οργανισμό σε οποιοδήποτε πεδίο, πρέπει να γίνεται λελογισμένα, για να είναι πραγματική, βιώσιμη και αειφόρος και να ευνοεί σε βάθος χρόνου τη χώρα προς την οποία γίνεται η μεταφορά τεχνογνωσίας.
Οι ΗΠΑ είναι μια χώρα με πληθυσμό 330 εκατομμύρια ανθρώπους. Γέννησε το μπάσκετ πριν από 127 χρόνια το 1891 και η συλλογική τεχνογνωσία της και η παραγωγή ταλέντων δεν συγκρίνεται – και λόγου του μεγέθους της χώρας – με καμία άλλη στον κόσμο.
Η εύκολη και γρήγορη λύση για την επίτευξη βραχυπρόθεσμων στόχων (αν και τα αποτελέσματα ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι ποτέ εγγυημένα), θα ήταν να απελευθερωθεί τελείως ο αριθμός των ξένων που θα μπορούσαν να παίζουν σε κάθε ομάδα στο εθνικό πρωτάθλημα οποιασδήποτε χώρας. Αυτό μπορεί να έδινε κάποια βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, όμως θα είχε ως αποτέλεσμα να συντρίψει την παραγωγή και εξέλιξη γηγενών παικτών (κάτι που εν μέρει συμβαίνει σήμερα), σε σημείο που πολλά παιδιά που αγαπούν το μπάσκετ και υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πρωταγωνιστές, να μην ξεκινούν καν ή να εγκαταλείπουν την προσπάθειά τους από τα μαθητικά τους χρόνια.
Όπως δήλωσε και ο Μιχάλης Καλαβρός, ο καλύτερος Έλληνας player developer, στην πρόσφατη συνέντευξή του στο badbasket.gr και τον συνάδελφο Πέτρο Περάκη, αναφερόμενος στα νέα ταλέντα του ελληνικού μπάσκετ και τον μικρό ή ανύπαρκτο χρόνο συμμετοχής που παίρνουν στις ομάδες τους: «Ο παίκτης γίνεται…παίκτης μέσα από τους αγώνες, όση προπόνηση και αν κάνει είτε με την ομάδα είτε ατομικά, όσες ώρες και αν δαπανήσει ατομικά, αν δεν βάλει φανέλα, αν δεν παίξει αγώνα δεν θα γίνει ποτέ παίκτης.» […] «Αυτό που τους λείπει είναι η εμπιστοσύνη των ομάδων τους, ώστε να αποκτήσουν και παραστάσεις. Όταν έχεις έναν καλό ελπιδοφόρο νέο, που είναι από τους καλύτερους στην ηλικία του στην Ευρώπη, δεν νομίζω ότι αυτός ο νέος θα σου κοστίσει το πρωτάθλημα, αλλά ούτε θα στο πάρει. Υπάρχει το περιθώριο να βγουν 1-2 παιδιά όσο υψηλοί και να είναι οι στόχοι σου. Δεν πρόκειται κάποιος να χάσει αν επενδύσει σε αυτά τα παιδιά.»
Όποιος παρακολουθεί το NBA θα γνωρίζει ότι ακόμα και παίκτες φτασμένοι, παίκτες all-star, παίκτες πρωταγωνιστές με τις ομάδες τους, ανεξαρτήτως ηλικίας, πασχίζουν κάθε καλοκαίρι να βελτιώσουν και τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του παιχνιδιού τους. Το player development είναι μια ολόκληρη επιστήμη με πολλαπλά επίπεδα. Σε αυτό είναι που πρέπει να δώσουν μεγάλη προσοχή όλες οι ομάδες και η ίδια η Ομοσπονδία να κάνει ότι περνάει από το χέρι της για βοηθήσει αυτή τη διαδικασία να εξελιχθεί, παίρνοντας παράδειγμα και την προσπάθεια άλλων χωρών, όπως της Γαλλίας με το INSEP, το Εθνικό Ινστιτούτο Αθλητισμού και Φυσικής Αγωγής, που τόσο πολύ έχει βοηθήσει τον γαλλικό αθλητισμό να εξελιχθεί και να μετατρέψει τα ταλέντα σε ολοκληρωμένους παίκτες. Δίνοντας βάση στο player development, και των μικρών και των μεγαλύτερων σε ηλικία και σε αξία παικτών, οι ομάδες μπορούν να βοηθήσουν τα εγχώρια ταλέντα να εξελιχθούν και να αδράξουν και τα οικονομικά οφέλη, αν αργότερα θελήσουν αμφότεροι να λύσουν
τη συνεργασία τους.
Το μεγαλύτερο success story των τελευταίων ετών στον τομέα του player development πιθανότατα σε όλο τον κόσμο, είναι ο δικός μας Γιάννης Αντετοκούνμπο. Ο Γιάννης πήγε στο Μιλγουόκι ένα λεπτό ανεμικό παιδάκι 18 χρονών και μόλις 5 χρόνια αργότερα σε ηλικία μόλις 23 ετών είναι σήμερα ένας από τους καλύτερους και πιο ολοκληρωμένους παίκτες στον κόσμο, ο οποίος ακόμα δουλεύει πολύ σκληρά για να βελτιώσει όλες τις πτυχές του παιχνιδιού του. Πως συνέβη αυτή η μεγάλη μεταμόρφωση; Μήπως οι Μπακς ή ο ίδιος ο Γιάννης είχαν κάποιο μαγικό ραβδί; Όχι βέβαια! Η μεταμόρφωση αυτή συνέβη μέσα από την πολύ σκληρή και συστηματική δουλειά του Γιάννη και των προπονητών του στους Μπακς, οι οποίοι, όπως και όλες οι άλλες ομάδες του NBA θεωρούν το player development ένα από τα πιο σημαντικά, αν όχι το πιο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς του οργανισμού τους. Το παράδειγμα του Γιάννη δείχνει τι θα μπορούσε να γίνει και από τις ελληνικές ομάδες, αν μετέφεραν την τεχνογνωσία ομάδων του NBA στις δικές τους ομάδες και έδειχναν εμπιστοσύνη σε τόσα ταλαντούχα παιδιά που παίζουν στις ακαδημίες τους.
Αντί επιλόγου
Το μπάσκετ είναι μακράν του δευτέρου το πιο όμορφο, πιο πολύπλοκο και πιο συναρπαστικό άθλημα που έχει εφεύρει ο ανθρώπινος νους. Σε μια κοινωνία στην οποία μετά από 8 χρόνια οικονομικής καταστροφής ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί, η διέξοδος των νέων παιδιών στο ομορφότερο ομαδικό άθλημα, το οποίο έχει να διδάξει πολλά πράγματα στα νέα παιδιά για την αλληλεγγύη και την συλλογική προσπάθεια, μπορεί να αποτελέσει μια μικρή έστω διέξοδο ενάντια στην απελπισία και την παραίτηση από τη ζωή που φέρνουν τα οικονομικά αδιέξοδα.
Ένα δυνατό και ανταγωνιστικό εγχώριο πρωτάθλημα με 2 και 3 ντέρμπι μεταξύ των ιστορικών μας ομάδων κάθε σαββατοκύριακο, μπορεί να ξαναγεμίσει, να ξανακατακτήσει το φαντασιακό της κοινωνίας και των υγειών φιλάθλων, και να κάνει τα νέα παιδιά να ξανασχοληθούν μαζικά με το μπάσκετ.
Το πρωτάθλημα των 10 ισχυρών ομάδων και των 4 γύρων σε κάθε κανονική περίοδο, θα προσέφερε 4 αγώνες Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού κάθε χρόνο, 4 αγώνες ΑΕΚ-Παναθηναϊκού και ΑΕΚ-Ολυμπιακού, 4 αγώνες ΠΑΟΚ-Άρη κάθε χρόνο, κ.ο.κ. Φανταστείτε την έκρηξη στο ενδιαφέρον και την προσέλευση του κόσμου και ακολούθως την αύξηση στα έσοδα των ομάδων από τα εισιτήρια, αλλά και από τα τηλεοπτικά και λοιπά εμπορικά δικαιώματα.
Μια τέτοια αλλαγή θα ασκούσε πίεση και στην πολιτεία και την τοπική αυτοδιοίκηση Α’ και Β’ βαθμού να συντηρήσει και να κατασκευάσει καινούργιες υποδομές, πολλά και ποιοτικά ανοιχτά κυρίως γήπεδα μπάσκετ, ώστε να ανθήσει ξανά ο λαϊκός αθλητισμός. Κάτι που για να γίνει, πρέπει το εγχώριο πρωτάθλημα, οι ομάδες του και οι παίκτες του να μαγέψουν για άλλη μια φορά τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, που το παρακολουθούν, και να τους κάνουν να ξαναγαπήσουν το άθλημα.
Το επίπεδο ανάπτυξης του αθλητισμού σε κάθε χώρα στον κόσμο, αποδεικνύει εκείνο που γνωρίζουν οι άνθρωποι που δουλεύουν σκληρά στον χώρο του αθλητισμού: Ότι η εξέλιξη ενός αθλήματος σε μια χώρα δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί τυχαία, ούτε είναι θέμα του DNA ενός λαού, όπως διατείνονται κάποιοι άλλοι. Είναι αποτέλεσμα συσσωρευμένης και συντεταγμένης σκληρής δουλειάς πολλών χρόνων, γενεών ολόκληρων και χτίσιμο και προχώρημα της συλλογικής τεχνογνωσίας που αποκτά η κάθε χώρα μέσα από το άθροισμα της ατομικής δουλειάς κάποιων ανθρώπων, κάποιων συλλόγων, των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, της Ομοσπονδίας, της πολιτείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας αυτής. Αυτό που ισχύει δηλαδή και για την εξέλιξη και το επίπεδο επάρκειας μιας οποιασδήποτε επιστήμης.
Και κάτι για τους οπαδούς όλων των ομάδων, και αυτούς της βάσης αλλά και αυτούς της κεφαλής. Όπως είναι αρρώστια να νομίζει κανείς ότι αγαπά την πατρίδα του περισσότερο όταν μισεί την πατρίδα του άλλου, έτσι είναι αρρώστια και βαθύτατα προβληματικό και λανθασμένο να νομίζει κάποιος ότι αγαπά περισσότερο την ομάδα του όταν μισεί την ομάδα του άλλου. Στον αθλητισμό η νίκη της ομάδας σου έχει τόση αξία όση αξία έχει ο αντίπαλός σου. Κανένας φίλαθλος δεν ζητωκραυγάζει όταν η ομάδα του νικάει μια μέτρια ή μια κακή ομάδα. Μια νίκη παίρνει αξία, όταν επιτυγχάνεται απέναντι σε κάποιον άξιο αντίπαλο. Τίμα τον αντίπαλό σου. Αυτό δίνει αξία και σε εσένα και στην νίκη της ομάδας σου.
Κάθε πρωτάθλημα απαρτίζεται από ισχυρές, μετρίως ισχυρές και αδύναμες ομάδες. Πάντα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, κάποια ομάδα θα παίξει λίγο καλύτερα από μια άλλη και θα καταλάβει καλύτερη θέση στον βαθμολογικό πίνακα. Σε ένα πρωτάθλημα, για να υπάρξει ο πρώτος της βαθμολογίας πρέπει να υπάρξει και ο τελευταίος. Για να διεξαχθεί ένα πρωτάθλημα, πρέπει να συνυπάρξουν και οι ισχυροί, και οι μέτριοι, και οι αδύναμοι στην ίδια λίγκα και να παίξουν όλοι αναμεταξύ τους.
Αν υπάρξουν ποτέ οι συνθήκες και η πολιτική βούληση από τις ομάδες της Basket League, για την ραγδαία αναβάθμιση του ελληνικού πρωταθλήματος μέσω των αλλαγών που προτείνονται σε αυτό το άρθρο, η πιο σημαντική αλλαγή θα είναι η συλλογική διαπραγμάτευση των τηλεοπτικών και γενικότερων επαγγελματικών δικαιωμάτων των παιχνιδιών, ώστε να συνειδητοποιήσουν οι μεγάλες ομάδες ότι όσο σημαντικές είναι αυτές για τη διεξαγωγή του πρωταθλήματος, άλλο τόσο είναι και οι πιο αδύναμες ομάδες, διότι χωρίς αυτούς δεν μπορεί να υπάρξει πρωτάθλημα. Προφανώς τα συλλογικά έσοδα του πρωταθλήματος θα πρέπει να μοιράζονται αναλογικά με την κατάταξη των ομάδων στο τέλος της χρονιάς, για να υπάρχει αξιοκρατία και κίνητρο.
Και το ίδιο σφιχτό format θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Α2, προφανώς με την ανάλογη ποιότητα. Μέσα από ένα τέτοιο πρωτάθλημα, και μια παρόμοια συμπληρωματική σφιχτοδεμένη υψηλού επιπέδου Λίγκα Α2 των 10 ομάδων, μπορεί να ενισχυθεί και η παραγωγική διαδικασία και ανάπτυξη των ταλέντων, μέσα από τους συλλόγους.
Ανακεφαλαιώνοντας
– 10 Ομάδες
– 4 γύροι των 9 αγωνιστικών ο κάθε ένας
– 36 αγωνιστικές
– 36 αγώνες για κάθε ομάδα στην κανονική περίοδο
– 5 αγώνες σε κάθε αγωνιστική
– 5 ξένοι σε κάθε ομάδα
– 7 γηγενείς σε κάθε δωδεκάδα
– Συλλογική διαχείριση των τηλεοπτικών και εμπορικών δικαιωμάτων των αγώνων
Ας ελπίσουμε λοιπόν πως εκείνοι που αγαπούν το μπάσκετ σε αυτή τη χώρα, και αντιλαμβάνονται και την κοινωνική σημασία του αθλητισμού, θα προσπαθήσουν να υιοθετήσουν αλλαγές οι οποίες θα αναγεννήσουν το εγχώριο πρωτάθλημα της Basket League.
Πηγή: http://www.badbasket.gr